- ἀποστάτης
- ἀποστάτης, ου, ὁ (s. ἀφίστημι; Polyb. et al.; SIG 705, 50 [112 B.C.]; PAmh 30, 33ff; Mitt-Wilck. I/2, 10, 12 [=Witkowski 52, 12]; PTebt 781, 7; 888, 11; 1043, 45 and 54 [all II B.C.]; LXX; TestSol 13:1 C; Berosus 680: Fgm. 8, 135 p. 389, 3 Jac. in Jos., Ant. 10, 221=C. Ap. 1, 136; Just.) deserter, rebel w. ἔθνη Hv 1, 4, 2; w. προδότης Hs 8, 6, 4; w. βλάσφημος and προδότης Hs 9, 19, 1. W. obj. gen. (Polyb. 5, 57, 4 and Diod S 15, 18, 1 τ. βασιλέως) τ. νόμου from the law (2 Macc 5:8 τ. νόμων ἀ.) Js 2:11 v.l.—DELG s.v. ἵστημι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.